κοσμοβριθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοσμοβριθής | η | κοσμοβριθής | το | κοσμοβριθές |
γενική | του | κοσμοβριθούς* | της | κοσμοβριθούς | του | κοσμοβριθούς |
αιτιατική | τον | κοσμοβριθή | την | κοσμοβριθή | το | κοσμοβριθές |
κλητική | κοσμοβριθή(ς) | κοσμοβριθής | κοσμοβριθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοσμοβριθείς | οι | κοσμοβριθείς | τα | κοσμοβριθή |
γενική | των | κοσμοβριθών | των | κοσμοβριθών | των | κοσμοβριθών |
αιτιατική | τους | κοσμοβριθείς | τις | κοσμοβριθείς | τα | κοσμοβριθή |
κλητική | κοσμοβριθείς | κοσμοβριθείς | κοσμοβριθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοσμοβριθής < κοσμο- + αρχαία ελληνική βρίθω + -ής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.zmo.vɾiˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐σμο‐βρι‐θής
Επίθετο
επεξεργασίακοσμοβριθής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσμοβριθής