εντρυφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντρυφώ < αρχαία ελληνική ἐντρυφάω / ἐντρυφῶ < ἐν + τρυφάω / τρυφῶ < τρυφή < θρύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dhreus- (θραύω, σπάω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.dɾiˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐τρυ‐φώ
Ρήμα
επεξεργασίαεντρυφώ
- βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι, αισθάνομαι απόλαυση ασχολούμενος με κάτι
- ※ Όσο περισσότερο εντρυφούμε σε μια τέχνη τόσο εντείνεται η απόλαυση που μας προσφέρει. Και δεν εννοώ ότι η ευχαρίστησή μας μεγαλώνει, γιατί αυτοθαυμαζόμαστε επαινώντας τον εαυτό μας, που είμαστε τόσο έξυπνοι και εκλεκτικοί. Όχι, εννοώ ότι η ίδια η εμπειρία της επαφής που έχει κανείς με ένα έργο τέχνης εξελίσσεται και εμπλουτίζεται όσο οι γνώσεις μας αυξάνονται. Η γνώση εμπλουτίζει την εμπειρία και η απόλαυση είναι πιο έντονη (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εντρυφώ | εντρυφούσα | θα εντρυφώ | να εντρυφώ | εντρυφώντας | |
β' ενικ. | εντρυφείς | εντρυφούσες | θα εντρυφείς | να εντρυφείς | (εντρύφει) | |
γ' ενικ. | εντρυφεί | εντρυφούσε | θα εντρυφεί | να εντρυφεί | ||
α' πληθ. | εντρυφούμε | εντρυφούσαμε | θα εντρυφούμε | να εντρυφούμε | ||
β' πληθ. | εντρυφείτε | εντρυφούσατε | θα εντρυφείτε | να εντρυφείτε | εντρυφείτε | |
γ' πληθ. | εντρυφούν(ε) | εντρυφούσαν(ε) | θα εντρυφούν(ε) | να εντρυφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εντρύφησα | θα εντρυφήσω | να εντρυφήσω | εντρυφήσει | ||
β' ενικ. | εντρύφησες | θα εντρυφήσεις | να εντρυφήσεις | εντρύφησε | ||
γ' ενικ. | εντρύφησε | θα εντρυφήσει | να εντρυφήσει | |||
α' πληθ. | εντρυφήσαμε | θα εντρυφήσουμε | να εντρυφήσουμε | |||
β' πληθ. | εντρυφήσατε | θα εντρυφήσετε | να εντρυφήσετε | εντρυφήστε | ||
γ' πληθ. | εντρύφησαν εντρυφήσαν(ε) |
θα εντρυφήσουν(ε) | να εντρυφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εντρυφήσει | είχα εντρυφήσει | θα έχω εντρυφήσει | να έχω εντρυφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εντρυφήσει | είχες εντρυφήσει | θα έχεις εντρυφήσει | να έχεις εντρυφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εντρυφήσει | είχε εντρυφήσει | θα έχει εντρυφήσει | να έχει εντρυφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εντρυφήσει | είχαμε εντρυφήσει | θα έχουμε εντρυφήσει | να έχουμε εντρυφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εντρυφήσει | είχατε εντρυφήσει | θα έχετε εντρυφήσει | να έχετε εντρυφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εντρυφήσει | είχαν εντρυφήσει | θα έχουν εντρυφήσει | να έχουν εντρυφήσει |
|