Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θρύπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θρύπτω
<
αρχαία ελληνική
θρύπτω
<
πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
*
dhreus
- (
θραύω
,
σπάω
)
Ρήμα
επεξεργασία
θρύπτω
κόβω
σε
κομμάτια
Άλλες μορφές
επεξεργασία
θρύβω
Συνώνυμα
επεξεργασία
θραύω
κατακερματίζω
τεμαχίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
εύθρυπτος
θραύω
θρύμμα
τρυφή
τρυφερός
τρυφηλός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θρύπτω
αγγλικά
:
shatter
(en)