θρύβω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρύβω < αρχαία ελληνική θρύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dhreus- (θραύω, σπάω)
Ρήμα
επεξεργασίαθρύβω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | θρύβω | έθρυβα | θα θρύβω | να θρύβω | θρύβοντας | |
β' ενικ. | θρύβεις | έθρυβες | θα θρύβεις | να θρύβεις | θρύβε | |
γ' ενικ. | θρύβει | έθρυβε | θα θρύβει | να θρύβει | ||
α' πληθ. | θρύβουμε | θρύβαμε | θα θρύβουμε | να θρύβουμε | ||
β' πληθ. | θρύβετε | θρύβατε | θα θρύβετε | να θρύβετε | θρύβετε | |
γ' πληθ. | θρύβουν(ε) | έθρυβαν θρύβαν(ε) |
θα θρύβουν(ε) | να θρύβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έθρυψα | θα θρύψω | να θρύψω | θρύψει | ||
β' ενικ. | έθρυψες | θα θρύψεις | να θρύψεις | θρύψε | ||
γ' ενικ. | έθρυψε | θα θρύψει | να θρύψει | |||
α' πληθ. | θρύψαμε | θα θρύψουμε | να θρύψουμε | |||
β' πληθ. | θρύψατε | θα θρύψετε | να θρύψετε | θρύψτε | ||
γ' πληθ. | έθρυψαν θρύψαν(ε) |
θα θρύψουν(ε) | να θρύψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω θρύψει | είχα θρύψει | θα έχω θρύψει | να έχω θρύψει | ||
β' ενικ. | έχεις θρύψει | είχες θρύψει | θα έχεις θρύψει | να έχεις θρύψει | ||
γ' ενικ. | έχει θρύψει | είχε θρύψει | θα έχει θρύψει | να έχει θρύψει | ||
α' πληθ. | έχουμε θρύψει | είχαμε θρύψει | θα έχουμε θρύψει | να έχουμε θρύψει | ||
β' πληθ. | έχετε θρύψει | είχατε θρύψει | θα έχετε θρύψει | να έχετε θρύψει | ||
γ' πληθ. | έχουν θρύψει | είχαν θρύψει | θα έχουν θρύψει | να έχουν θρύψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία θρύβω
→ δείτε τη λέξη θρύπτω |