Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρύβω < αρχαία ελληνική θρύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dhreus- (θραύω, σπάω)

  Ρήμα επεξεργασία

θρύβω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία