ενεστώτας shatter
γ΄ ενικό ενεστώτα shatters
αόριστος shattered
παθητική μετοχή shattered
ενεργητική μετοχή shattering

shatter (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) θρυμματίζω, συντρίβω, τσακίζω, σπάζω σε κομματάκια, γίνομαι κομμάτια
    παράδειγμα  She shattered the plates.
    Θρυμμάτισε τα πιάτα.
    παράδειγμα  The glass fell and shattered.
    Το ποτήρι έπεσε και θρυμματίστηκε/συντρίφτηκε.
    παράδειγμα  The wind threw the boat into the rocks and shattered it.
    Ο άνεμος έριξε τη βάρκα στα βράχια και την τσάκισε.
    παράδειγμα  The explosion shattered all the windows in the building.
    Η έκρηξη έσπασε όλα τα παράθυρα του κτιρίου.
    παράδειγμα  The vase shattered (into pieces).
    Το βάζο έγινε κομμάτια.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) καταστρέφω, συντρίβω κάτι εντελώς, ειδικά τα συναισθήματα, τις ελπίδες ή τις πεποιθήσεις κάποιου
    παράδειγμα  The scandal shattered all his chances for reelection.
    Το σκάνδαλο κατέστρεψε όλες τις πιθανότητες επανεκλογής του.
    παράδειγμα  All his hopes were shattered.
    Όλες μας οι ελπίδες συντρίφτηκαν.