Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
shatterproof
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
shatterproof
<
shatter
+
-proof
Επίθετο
επεξεργασία
shatterproof
(en)
άθραυστος
⮡
a limousine with windows made of
shatterproof
glass
- λιμουζίνα με παράθυρα από
άθραυστο
γυαλί