↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άθραυστος η άθραυστη το άθραυστο
      γενική του άθραυστου της άθραυστης του άθραυστου
    αιτιατική τον άθραυστο την άθραυστη το άθραυστο
     κλητική άθραυστε άθραυστη άθραυστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άθραυστοι οι άθραυστες τα άθραυστα
      γενική των άθραυστων των άθραυστων των άθραυστων
    αιτιατική τους άθραυστους τις άθραυστες τα άθραυστα
     κλητική άθραυστοι άθραυστες άθραυστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άθραυστος < αρχαία ελληνική ἄθραυστος < ἀ- στερητικό + θραύω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

άθραυστος, -η, -ο

  • που δεν σπάει
    άθραυστο γυαλί

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία