τρυφάω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
τρυφάω
- ζω πολυτελώς, διάγω τρυφηλή ζωή, με ανέσεις και ίσως με ασωτία, είμαι ιδιότροπος, υπερηφανεύομαι. Απαντάται στον αόριστο (συνήθως σύνθετος, ενετρύφησα) και στον παρακείμενο (τετρύφηκα). Οι άλλοι τύποι είναι σπανιότατοι