Δείτε επίσης: ἐντρύφημα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εντρύφημα τα εντρυφήματα
      γενική του εντρυφήματος των εντρυφημάτων
    αιτιατική το εντρύφημα τα εντρυφήματα
     κλητική εντρύφημα εντρυφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εντρύφημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐντρύφημα < αρχαία ελληνική ἐντρυφάω / ἐντρυφῶ < ἐν + τρυφάω / τρυφῶ < τρυφή < θρύπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dhreus- (θραύω, σπάω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /enˈdɾi.fi.ma/
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐τρύ‐φη‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εντρύφημα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία