responsive (en)

  1. αποκριτικός [1]
  2. (πληροφορική, GUI) η γραφική διεπαφή χρήστη όπου τα γραφικά στοιχεία επικοινωνίας με τον χρήστη προσαρμόζονται στις διαστάσεις του γραφικού περιβάλλοντος (οθόνη, κινητό, κλπ.)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. από αναζήτηση «responsive» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.