responsivity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- responsivity < responsive + -ity
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɹɪˈspɒnsɪvnɪs/
Ουσιαστικό επεξεργασία
responsivity (en)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- responsivity στην αγγλική Βικιπαίδεια