ανταπόκριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανταπόκριση | οι | ανταποκρίσεις |
γενική | της | ανταπόκρισης* | των | ανταποκρίσεων |
αιτιατική | την | ανταπόκριση | τις | ανταποκρίσεις |
κλητική | ανταπόκριση | ανταποκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανταποκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανταπόκριση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνταπόκρισις < ἀνταποκρίνομαι < αρχαία ελληνική ἀποκρίνομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἀποκρίνω < κρίνω * (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική
- για τις σύγχρονες σημασίες συγκοινωνίας, επικοινωνίας < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική correspondance[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.daˈpo.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντα‐πό‐κρι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανταπόκριση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανταποκρίνομαι
- αντιστοιχία, αναλογία
- συμφωνία
- αποδοχή
- ※ Μόλις εἶχα ἡ μαύρη ἀρχίσῃ / ἀνταπόκριση γλυκειὰ / μὲ τ’ ἀέρι, μὲ τὴ βρύση, / μὲ τὰ πράσινα κλαριά. (Γεράσιμος Μαρκοράς, ποίημα Παράπονο πεθαμένης)
- συνάντηση μέσων συγκοινωνίας με σκοπό την προγραμματισμένη μετεπιβίβαση επιβατών από το ένα στο άλλο
- ρεπορτάζ ή μετάδοση είδησης από ανταποκριτή ΜΜΕ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ανταποκρίνομαι και κρίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανταπόκριση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανταπόκριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας