Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
correspondance correspondances

correspondance (fr) θηλυκό

  1. η αλληλογραφία
  2. η αλληλοσύνδεση των γραμμών των μέσων κυκλοφορίας (τρένο, λεωφορείο, αεροπλάνο, κ.λπ.), η ανταπόκριση
  3. η αντιστοιχία