αλληλοσύνδεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλοσύνδεση | οι | αλληλοσυνδέσεις |
γενική | της | αλληλοσύνδεσης* | των | αλληλοσυνδέσεων |
αιτιατική | την | αλληλοσύνδεση | τις | αλληλοσυνδέσεις |
κλητική | αλληλοσύνδεση | αλληλοσυνδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοσυνδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααλληλοσύνδεση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αλληλοσύνδεση
|