αποκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποκριτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποκριτικός
Επίθετο
επεξεργασίααποκριτικός, -ή, -ό
- που αποκρίνεται
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποκριτικός
Δείτε επίσης : ἀποκριτικός, αποκριάτικος, ανταποκριτικός |
αποκριτικός, -ή, -ό