αναισθησιολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναισθησιολογικός < αναισθησιολόγος + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααναισθησιολογικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με αναισθησιολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αναισθησιολόγος, αναισθησία, αισθάνομαι και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναισθησιολογικός
|