Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σέκος η σέκα το σέκο
      γενική του σέκου της σέκας του σέκου
    αιτιατική τον σέκο τη σέκα το σέκο
     κλητική σέκε σέκα σέκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σέκοι οι σέκες τα σέκα
      γενική των σέκων των σέκων των σέκων
    αιτιατική τους σέκους τις σέκες τα σέκα
     κλητική σέκοι σέκες σέκα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική secco + < λατινική siccus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seikʷ

  Επίθετο επεξεργασία

σέκος, -α, -ο (προφορικό)

  • (μεταφορικά) ξερός, που έχασε τις αισθήσεις του
    ※  Αυτή θα ήταν η πιο αποτελεσματική μέθοδος διαπραγμάτευσης: θα έμεναν επί τόπου όλοι σέκοι και θα αποφασίζαμε ότι θέλαμε μόνοι μας!... (* εφημερίδα Το Βήμα)

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία