↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναισθητικός η αναισθητική το αναισθητικό
      γενική του αναισθητικού της αναισθητικής του αναισθητικού
    αιτιατική τον αναισθητικό την αναισθητική το αναισθητικό
     κλητική αναισθητικέ αναισθητική αναισθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναισθητικοί οι αναισθητικές τα αναισθητικά
      γενική των αναισθητικών των αναισθητικών των αναισθητικών
    αιτιατική τους αναισθητικούς τις αναισθητικές τα αναισθητικά
     κλητική αναισθητικοί αναισθητικές αναισθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναισθητικός < αναίσθητος

  Επίθετο

επεξεργασία

αναισθητικός

  1. ο σχετικός με την αναισθησία, συνήθως με την έννοια της νάρκωσης που εφαρμόζεται σε επεμβάσεις και οδυνηρές ιατρικές πράξεις
    αναισθητικές ουσίες
  2. που μπορεί να προκαλέσει νάρκωση, αναισθησία
    Λένε ότι κυκλοφόρησε ένα αναισθητικό σπρέι, αλλά είναι παράνομο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία