↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναισθητικό τα αναισθητικά
      γενική του αναισθητικού των αναισθητικών
    αιτιατική το αναισθητικό τα αναισθητικά
     κλητική αναισθητικό αναισθητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναισθητικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναισθητικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναισθητικό ουδέτερο

  • ουσία που προκαλεί απώλεια της συνείδησης (αναισθησία) και χορηγείται σε ασθενή πριν από χειρουργική επέμβαση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αναισθητικό