μειξοπάρθενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μειξοπάρθενος < αρχαία ελληνική μιξοπάρθενος
Επίθετο
επεξεργασίαμειξοπάρθενος
- για άτομο (συνήθως γυναίκα) που ανατομικά είναι παρθένο, αλλά έχει διάφορες κρυφές σεξουαλικές εμπειρίες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μειξοπάρθενος
|