Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ημιπάρθενος η ημιπάρθενη το ημιπάρθενο
      γενική του ημιπάρθενου της ημιπάρθενης του ημιπάρθενου
    αιτιατική τον ημιπάρθενο την ημιπάρθενη το ημιπάρθενο
     κλητική ημιπάρθενε ημιπάρθενη ημιπάρθενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ημιπάρθενοι οι ημιπάρθενες τα ημιπάρθενα
      γενική των ημιπάρθενων των ημιπάρθενων των ημιπάρθενων
    αιτιατική τους ημιπάρθενους τις ημιπάρθενες τα ημιπάρθενα
     κλητική ημιπάρθενοι ημιπάρθενες ημιπάρθενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιπάρθενος < ημι- + παρθένος

  Επίθετο επεξεργασία

ημιπάρθενος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία