ανατομικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανατομικά < ανατομικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.to.miˈka/
Επίρρημα επεξεργασία
ανατομικά
- η εξέταση ενός θέματος από ανατομική σκοπιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανατομικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανατομικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανατομικό