ανατομικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατομικός < (ελληνιστική κοινή) ἀνατομικός
Επίθετο
επεξεργασίαανατομικός -ή -ό
- που αναφέρεται στην ανατομία
- που περιλαμβάνει τη διενέργεια τομών ώστε να εξεταστούν τα εσωτερικά όργανα ενός νεκρού οργανισμού
- που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, ώστε να είναι αναπαυτικός και να μην καταπονεί το μυοσκελετικό σύστημα
- ανατομικές σόλες παπουτσιών