anatomique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.tɔ.mik/
- ⓘ
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
anatomique | anatomiques |
anatomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
anatomique | anatomiques |
anatomique (fr) αρσενικό ή θηλυκό