παρθένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρθένα | οι | παρθένες |
γενική | της | παρθένας | των | παρθένων |
αιτιατική | την | παρθένα | τις | παρθένες |
κλητική | παρθένα | παρθένες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρθένα < θηλυκό του παρθένος < αρχαία ελληνική παρθένος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρθένα θηλυκό
- γυναίκα με ακέραιο τον παρθενικό υμένα
- (μεταφορικά) ο απαλλαγμένος κατηγοριών
- (αργκό) αθώος, αμέτοχος
- μας το παίζει παρθένα