Ετυμολογία

επεξεργασία
pucelle < λατινικά puella

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /py.sɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pucelle pucelles

pucelle (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία