pucelle
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- pucelle < λατινικά puella
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pucelle | pucelles |
pucelle (fr) θηλυκό
- η παρθένα
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pucelle | pucelles |
pucelle (fr) θηλυκό