αγνεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγνεία | οι | αγνείες |
γενική | της | αγνείας | των | αγνειών |
αιτιατική | την | αγνεία | τις | αγνείες |
κλητική | αγνεία | αγνείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγνεία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁγνεία < ἁγνεύω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈɣni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γνεί‐α
- τονικό παρώνυμο: άγνοια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγνεία θηλυκό
- (σεξουαλική ζωή) αγνότητα, καθαρότητα, παρθενία
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- αγνεία - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας