Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστέγνωτος η αστέγνωτη το αστέγνωτο
      γενική του αστέγνωτου της αστέγνωτης του αστέγνωτου
    αιτιατική τον αστέγνωτο την αστέγνωτη το αστέγνωτο
     κλητική αστέγνωτε αστέγνωτη αστέγνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστέγνωτοι οι αστέγνωτες τα αστέγνωτα
      γενική των αστέγνωτων των αστέγνωτων των αστέγνωτων
    αιτιατική τους αστέγνωτους τις αστέγνωτες τα αστέγνωτα
     κλητική αστέγνωτοι αστέγνωτες αστέγνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστέγνωτος < α- στερητ. + στεγνώνω

  Επίθετο επεξεργασία

αστέγνωτος

  • που δε στέγνωσε
    αστέγνωτα είναι ακόμα τα ρούχα

  Μεταφράσεις επεξεργασία