πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέγνα οι στέγνες
      γενική της στέγνας
    αιτιατική τη στέγνα τις στέγνες
     κλητική στέγνα στέγνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέγνα θηλυκό

  1. η έλλειψη υγρασίας, νερού, το να είναι κάτι στεγνό
    παράδειγμα  πότισε τις ορτανσίες αμέσως, γιατί έχει μεγάλη στέγνα, θα μαραθούνε οι καημένες!
  2. στεγνός τόπος
  3. (μεταφορικά) χωρίς συναίσθημα
    παράδειγμα  είναι πολύ στεγνός στη συμπεριφορά του, «καλημέρα σας», «καλησπέρα σας», αλλά δεν σκάει ούτ' ένα χαμόγελο
  4. (μεταφορικά) χωρίς κανέναν διάκοσμο
    παράδειγμα  το σαλόνι της, αυστηρό, στεγνό, μόνο μ' ένα πορτατίφ δίπλα στην πολυθρόνα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία