στέγνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στέγνα | οι | στέγνες |
γενική | της | στέγνας | — | |
αιτιατική | τη | στέγνα | τις | στέγνες |
κλητική | στέγνα | στέγνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στέγνα < στεγν(ός) + -α (αναδρομικός σχηματισμός) [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστέγνα θηλυκό
- η έλλειψη υγρασίας, νερού, το να είναι κάτι στεγνό
- ⮡ πότισε τις ορτανσίες αμέσως, γιατί έχει μεγάλη στέγνα, θα μαραθούνε οι καημένες!
- στεγνός τόπος
- (μεταφορικά) χωρίς συναίσθημα
- ⮡ είναι πολύ στεγνός στη συμπεριφορά του, «καλημέρα σας», «καλησπέρα σας», αλλά δεν σκάει ούτ' ένα χαμόγελο
- (μεταφορικά) χωρίς κανέναν διάκοσμο
- ⮡ το σαλόνι της, αυστηρό, στεγνό, μόνο μ' ένα πορτατίφ δίπλα στην πολυθρόνα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στεγνός
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στέγνα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ στέγνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας