↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέγνα οι στέγνες
      γενική της στέγνας
    αιτιατική τη στέγνα τις στέγνες
     κλητική στέγνα στέγνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στέγνα < στεγν(ός) + (αναδρομικός σχηματισμός) [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στέγνα θηλυκό

  1. η έλλειψη υγρασίας, νερού, το να είναι κάτι στεγνό
    ⮡  πότισε τις ορτανσίες αμέσως, γιατί έχει μεγάλη στέγνα, θα μαραθούνε οι καημένες!
  2. στεγνός τόπος
  3. (μεταφορικά) χωρίς συναίσθημα
    ⮡  είναι πολύ στεγνός στη συμπεριφορά του, «καλημέρα σας», «καλησπέρα σας», αλλά δεν σκάει ούτ' ένα χαμόγελο
  4. (μεταφορικά) χωρίς κανέναν διάκοσμο
    ⮡  το σαλόνι της, αυστηρό, στεγνό, μόνο μ' ένα πορτατίφ δίπλα στην πολυθρόνα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία