στεγνωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στεγνωτήριο < στεγνώνω + -τήριο (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική séchoir[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστεγνωτήριο ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ στεγνωτήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ στεγνωτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)