Ετυμολογία

επεξεργασία
séchoir < sécher

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /se.ʃwaʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
séchoir séchoirs

séchoir (fr) αρσενικό

  1. ειδικός χώρος για στέγνωμα
  2. συσκευή με μεταλλικές ράβδους πάνω στις οποίες βάζουν διάφορα αντικείμενα για να στεγνώσουν
  3. συσκευή για το γρήγορο στέγνωμα βρεγμένων υλικών χάρη στην εξάτμιση του νερού
    → δείτε τις λέξεις sèche-cheveux, sèche-linge και sèche-mains