Δείτε επίσης: στεγνωτήριο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στεγνωτήρας οι στεγνωτήρες
      γενική του στεγνωτήρα των στεγνωτήρων
    αιτιατική τον στεγνωτήρα τους στεγνωτήρες
     κλητική στεγνωτήρα στεγνωτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στεγνωτήρας < στεγνώνω + -τήρας (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική séchoir[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική dryer[1])

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στεγνωτήρας αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 στεγνωτήραςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)