Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στέγνωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στέγνωμα
τα
στεγνώμα
τ
α
γενική
του
στεγνώμα
τ
ος
των
στεγνωμά
τ
ων
αιτιατική
το
στέγνωμα
τα
στεγνώμα
τ
α
κλητική
στέγνωμα
στεγνώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στέγνωμα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στέγνωμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
στεγνώνω
, του να
αφαιρεθεί
το
νερό
από κάτι βρεγμένο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στέγνωμα
αγγλικά
:
drying
(en)
γαλλικά
:
séchage
(fr)
γερμανικά
:
Trocknen
(de)
,
Trocknung
(de)