Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποστεωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποστεωμέν
ος
η
αποστεωμέν
η
το
αποστεωμέν
ο
γενική
του
αποστεωμέν
ου
της
αποστεωμέν
ης
του
αποστεωμέν
ου
αιτιατική
τον
αποστεωμέν
ο
την
αποστεωμέν
η
το
αποστεωμέν
ο
κλητική
αποστεωμέν
ε
αποστεωμέν
η
αποστεωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποστεωμέν
οι
οι
αποστεωμέν
ες
τα
αποστεωμέν
α
γενική
των
αποστεωμέν
ων
των
αποστεωμέν
ων
των
αποστεωμέν
ων
αιτιατική
τους
αποστεωμέν
ους
τις
αποστεωμέν
ες
τα
αποστεωμέν
α
κλητική
αποστεωμέν
οι
αποστεωμέν
ες
αποστεωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποστεωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αποστεώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αποστεωμένος, -η, -ο
υπερβολικά
ισχνός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποστεώνω
,
από
και
οστό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποστεωμένος
αγγλικά
:
ossified
(en)
γαλλικά
:
émacié
(fr)