αποστεώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποστεώνω (παθητική φωνή: αποστεώνομαι)
- κάνω κάποιον ή κάτι αδύνατο
Συγγενικά
επεξεργασία- αποστεωμένος
- αποστέωση
- → δείτε τη λέξη οστό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποστεώνω | αποστέωνα | θα αποστεώνω | να αποστεώνω | αποστεώνοντας | |
β' ενικ. | αποστεώνεις | αποστέωνες | θα αποστεώνεις | να αποστεώνεις | αποστέωνε | |
γ' ενικ. | αποστεώνει | αποστέωνε | θα αποστεώνει | να αποστεώνει | ||
α' πληθ. | αποστεώνουμε | αποστεώναμε | θα αποστεώνουμε | να αποστεώνουμε | ||
β' πληθ. | αποστεώνετε | αποστεώνατε | θα αποστεώνετε | να αποστεώνετε | αποστεώνετε | |
γ' πληθ. | αποστεώνουν(ε) | αποστέωναν αποστεώναν(ε) |
θα αποστεώνουν(ε) | να αποστεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποστέωσα | θα αποστεώσω | να αποστεώσω | αποστεώσει | ||
β' ενικ. | αποστέωσες | θα αποστεώσεις | να αποστεώσεις | αποστέωσε | ||
γ' ενικ. | αποστέωσε | θα αποστεώσει | να αποστεώσει | |||
α' πληθ. | αποστεώσαμε | θα αποστεώσουμε | να αποστεώσουμε | |||
β' πληθ. | αποστεώσατε | θα αποστεώσετε | να αποστεώσετε | αποστεώστε | ||
γ' πληθ. | αποστέωσαν αποστεώσαν(ε) |
θα αποστεώσουν(ε) | να αποστεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποστεώσει | είχα αποστεώσει | θα έχω αποστεώσει | να έχω αποστεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποστεώσει | είχες αποστεώσει | θα έχεις αποστεώσει | να έχεις αποστεώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποστεώσει | είχε αποστεώσει | θα έχει αποστεώσει | να έχει αποστεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποστεώσει | είχαμε αποστεώσει | θα έχουμε αποστεώσει | να έχουμε αποστεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποστεώσει | είχατε αποστεώσει | θα έχετε αποστεώσει | να έχετε αποστεώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποστεώσει | είχαν αποστεώσει | θα έχουν αποστεώσει | να έχουν αποστεώσει |
|