Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποστεώνω < από- + οστό + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

αποστεώνω (παθητική φωνή: αποστεώνομαι)

  • κάνω κάποιον ή κάτι αδύνατο

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία