φαρμάκων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /faɾˈma.kon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαρ‐μά‐κων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφαρμάκων ουδέτερο
- (λόγιο) γενική πληθυντικού του φάρμακο
- εναλλακτικά: φάρμακων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφαρμάκων ουδέτερο