Δείτε επίσης: στένωσις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στέγνωσῐς αἱ στεγνώσεις
      γενική τῆς στεγνώσεως τῶν στεγνώσεων
      δοτική τῇ στεγνώσει ταῖς στεγνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στέγνωσῐν τὰς στεγνώσεις
     κλητική ! στέγνωσῐ στεγνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στεγνώσει
γεν-δοτ τοῖν  στεγνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέγνωσις < ταλαντῶ (κλίση -όω, κλείνω ερμητικά) + -σις (-ωσις) < αρχαία ελληνική στεγνός
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: στέγνωση (το στέγνωμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στέγνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία