ενεστώτας dry up
γ΄ ενικό ενεστώτα dries up
αόριστος dried up
παθητική μετοχή dried up
ενεργητική μετοχή drying up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dry up < → δείτε τις λέξεις dry και up

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌdɹaɪ ˈʌp/ & /ˌdʒɹaɪ ˈʌp/ (ΗΒ) και (ΗΠΑ)
ΔΦΑ : /ˌdɹaɪ ˈap/ & /ˌdʒɹaɪ ˈap/ (Αυστραλία)

dry up (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) στερεύω, στεγνώνω, ξεραίνω, για ποτάμια, λίμνες κτλ. που ξηραίνονται τελείως
    ⮡  Our well has dried up.
    Το πηγάδι μας στέρεψε.
    ⮡  The streams/wells have completely dried up.
    Στέγνωσαν/Ξεράθηκαν εντελώς τα ποτάμια/τα πηγάδια.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) στερεύω, υπάρχει σταδιακά λιγότερο από αυτό μέχρι να μείνει κανένα
    ⮡  It seems his imagination has dried up.
    Φαίνεται ότι στέρεψε η φαντασία του.
  3. (αμετάβατο) ξαφνικά σταματάω να μιλάω γιατί δεν ξέρω τι να πω μετά
  4. (μεταβατικό & αμετάβατο, βρετανικά αγγλικά) στεγνώνω τα πιάτα με μια πετσέτα αφού τα έχω πλύνει

Εκφράσεις

επεξεργασία