↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπρούσκος η μπρούσκα το μπρούσκο
      γενική του μπρούσκου της μπρούσκας του μπρούσκου
    αιτιατική τον μπρούσκο την μπρούσκα το μπρούσκο
     κλητική μπρούσκε μπρούσκα μπρούσκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπρούσκοι οι μπρούσκες τα μπρούσκα
      γενική των μπρούσκων των μπρούσκων των μπρούσκων
    αιτιατική τους μπρούσκους τις μπρούσκες τα μπρούσκα
     κλητική μπρούσκοι μπρούσκες μπρούσκα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπρούσκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική brusco (τραχύς, δριμύς) < λατινική bruscus < ruscum/ruscus

  Επίθετο

επεξεργασία

μπρούσκος, -α, -ο

  1. (οινολογία) τανικός, που η γεύση του έχει ένταση, στυφότητα λόγω τανινών και 16-17 αλκοολικούς βαθμούς
  2. (ουσιαστικοποιημένο) μπρούσκο: κρασί μεγάλης ωριμότητας (μακροχρόνιας ζύμωσης μαζί με φλοιούς και στελέχη)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία