Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυφότητα οι στυφότητες
      γενική της στυφότητας των στυφοτήτων
    αιτιατική τη στυφότητα τις στυφότητες
     κλητική στυφότητα στυφότητες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στυφότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στυφότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στυφότητα».[1] Συγχρονικά αναλύεται σε στυφ(ός) + -ότητα.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /stiˈfo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στυ‐φό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στυφότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

στυφότητα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)