↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τανικός η τανική το τανικό
      γενική του τανικού της τανικής του τανικού
    αιτιατική τον τανικό την τανική το τανικό
     κλητική τανικέ τανική τανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τανικοί οι τανικές τα τανικά
      γενική των τανικών των τανικών των τανικών
    αιτιατική τους τανικούς τις τανικές τα τανικά
     κλητική τανικοί τανικές τανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τανικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

τανικός, -ή, -ό

  1. (χημεία, οινολογία) που έχει αρκετές τανίνες
  2. στυφός, μπρούσκος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία