τανίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τανίνη | οι | τανίνες |
γενική | της | τανίνης | των | τανινών |
αιτιατική | την | τανίνη | τις | τανίνες |
κλητική | τανίνη | τανίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατανίνη θηλυκό
- (χημεία) κατηγορία φυσικών πολυφαινολικών ενώσεων που βρίσκονται σε διάφορα φυτά, φρούτα και ξύλα, έχουν στυπτικές ιδιότητες, προσδίδουν πικρή ή ξηρή γεύση (π.χ. στο κρασί ή στο τσάι) και χρησιμοποιούνται στη βυρσοδεψία (για το μαύρισμα δερμάτων) και ως αντιοξειδωτικά
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τανίνη στη Βικιπαίδεια