↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυφαινολικός η πολυφαινολική το πολυφαινολικό
      γενική του πολυφαινολικού της πολυφαινολικής του πολυφαινολικού
    αιτιατική τον πολυφαινολικό την πολυφαινολική το πολυφαινολικό
     κλητική πολυφαινολικέ πολυφαινολική πολυφαινολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυφαινολικοί οι πολυφαινολικές τα πολυφαινολικά
      γενική των πολυφαινολικών των πολυφαινολικών των πολυφαινολικών
    αιτιατική τους πολυφαινολικούς τις πολυφαινολικές τα πολυφαινολικά
     κλητική πολυφαινολικοί πολυφαινολικές πολυφαινολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυφαινολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyphenolic < polyphenol < αρχαία ελληνική πολύς + φαίνω

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυφαινολικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία