πολυφαινολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυφαινολικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polyphenolic < polyphenol < αρχαία ελληνική πολύς + φαίνω
Επίθετο
επεξεργασίαπολυφαινολικός
- (χημεία) που έχει σχέση με την πολυφαινόλη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυφαινολικός