ενεστώτας dry out
γ΄ ενικό ενεστώτα dries out
αόριστος dried out
παθητική μετοχή dried out
ενεργητική μετοχή drying out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dry out < → δείτε τις λέξεις dry και out

dry out (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ξεραίνω, στεγνώνω ή αφήνω κάτι να στεγνώσει, συχνά με τρόπο που δεν είναι επιθυμητό
    ⮡  The wind is drying out my skin.
    Ο αέρας ξεραίνει το δέρμα μου.
    ⮡  The loaf dried out completely.
    Το καρβέλι ξεράθηκε εντελώς.
    ⮡  The rivers/wells have completely dried out.
    Στέγνωσαν εντελώς τα ποτάμια/τα πηγάδια.