παραθετικά
θετικός dryly
συγκριτικός more dryly
υπερθετικός most dryly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dryly < dry + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

dryly (en)

  • ξερά, με τρόπο που δεν δείχνει κανένα συναίσθημα
    ⮡  He answered me dryly.
    Μου απάντησε ξερά.
    ⮡  If you teach history dryly, the students will goof off.
    Αν διδάσκεις ξερά την ιστορία, οι μαθητές θα χαζεύουν.