ενεστώτας dry off
γ΄ ενικό ενεστώτα dries off
αόριστος dried off
παθητική μετοχή dried off
ενεργητική μετοχή drying off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
dry off < → δείτε τις λέξεις dry και off

dry off (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) στεγνώνω ή κάνω κάτι στεγνό
    ⮡  I dried off in the sun/with a towel.
    Στεγνώνω στον ήλιο/με πετσέτα.
    ⮡  I am drying my clothes off.
    Στεγνώνω τα ρούχα μου.