dry off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dry off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dries off |
αόριστος | dried off |
παθητική μετοχή | dried off |
ενεργητική μετοχή | drying off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαdry off (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) στεγνώνω ή κάνω κάτι στεγνό
- ⮡ I dried off in the sun/with a towel.
- Στεγνώνω στον ήλιο/με πετσέτα.
- ⮡ I am drying my clothes off.
- Στεγνώνω τα ρούχα μου.
- ⮡ I dried off in the sun/with a towel.
Πηγές
επεξεργασία- dry off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 815. ISBN 9780194325684., λήμμα: στεγνώνω