Ετυμολογία 1

επεξεργασία
drier < dr(y) > i + -er για ουσιαστικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
drier driers

drier (en) (βρετανικό)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
drier < dr(y) > i + -er συγκριτικό

  Επίθετο

επεξεργασία

drier (en)

για τη βρετανική & αμερικανική γραφή: