Ετυμολογία

επεξεργασία
ξεραίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεραίνω

ξεραίνομαι

  1. σκληραίνω χάνοντας το νερό που περιείχα
  2. πέφτω και κοιμάμαι αμέσως πολύ βαθιά

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία