Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεραίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξεραίνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξεραίνομαι

  1. σκληραίνω χάνοντας το νερό που περιείχα
  2. πέφτω και κοιμάμαι αμέσως πολύ βαθιά

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία