squelette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- squelette < (λόγιο δάνειο) λατινική sceletus < αρχαία ελληνική σκελετός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ τουρκικά: iskelet
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- squelette - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé