Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

iskelet < (άμεσο δάνειο) γαλλική squelette < λατινική sceletus < αρχαία ελληνική σκελετός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /is.cɛˈlɛt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

iskelet (tr)

Κλίση επεξεργασία